φορτώνω

φορτώνω
φορτῶ, -όω, ΝΜΑ [φόρτος]
τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ.
γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον φορτοῡσθαι ἕως ἡμερων δεκαπέντε», Επιφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. α) επιβαρύνω κάποιον, τού επιβάλλω να κάνει κάτι ενοχλητικό ή κουραστικό («μέ φόρτωσε με περισσότερη δουλειά»)
β) γεμίζω κάποιον ή κάτι (α. «μάς φόρτωσε ψείρες» β. «φόρτωσε το ψυγείο με τρόφιμα»)
2. (σχετικά με ηλεκτρον. υπολογιστή) μεταφέρω πληροφορίες και προγράμματα από δισκέτα στη μνήμη
3. (αμτβ.) δέχομαι φορτίο, παίρνω φορτίο, φορτώνομαι («το καράβι φορτώνει και αύριο φεύγει για την Κρήτη»)
4. μέσ. φορτώνομαι
μτφ. γίνομαι βάρος σε κάποιον, γίνομαι ενοχλητικός («μού φορτώθηκε στα καλά καθούμενα»)
5. φρ. «τά φόρτωσε στον κόκορα» — δεν ενδιαφέρεται καθόλου, δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του
μσν.
1. καταπιέζω, ενοχλώ («οὔτε κρύος αὐτοὺς ἐφόρτου», Επιφ.)
2. σηκώνω βάρος
3. παθ. φορτοῡμαι, -όομαι
είμαι έγκυος
μσν.-αρχ.
μτφ. γεμίζω, πλημμυρίζω («ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις», Ιωάνν. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φορτώνω — φορτώνω, φόρτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φορτώνω — φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος 1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά. 2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου. 3. μεταδίνω κάτι σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφορτώνω — φορτώνω κάτι εκ νέου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο …   Dictionary of Greek

  • αλαφροφορτώνω — (για υποζύγια) φορτώνω ελαφρά, βάζω επάνω ελαφρό φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φορτώνω] …   Dictionary of Greek

  • επισάττω — ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) [σάττω] τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.) 2. φορτώνω κάποιον με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… …   Dictionary of Greek

  • αδικοφορτώνω — 1. επιβάλλω σε κάποιον άδικα την εκτέλεση εργασίας, αγγαρείας 2. μέσ. κατηγορώ άδικα, συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + φορτώνω] …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω …   Dictionary of Greek

  • ανεπίσακτος — η, ο χωρίς επίσαξη, ασέλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επισάττω «φορτώνω, σελώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανθοφορτώνω — γεμίζω, διακοσμώ, φορτώνω με λουλούδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”